Ως βροντή και αστραπή διεπέρασε τον Ελληνικό ουρανό η είδηση και το άκουσμα διέτρεξε την υφήλιο σύμπασα. Ο λεοντόψυχος, ο διαπρύσιος κήρυξ των Θείων αληθειών, ο αμύντωρ των ιδανικών της φυλής μας, ο ακάματος εργάτης της Εκκλησίας, ανεπαύθη εν Κυρίω. Ράγισαν οι καρδιές των Ελλήνων Ορθοδόξων, όπου γης και οι καμπάνες των Εκκλησιών της Ορθοδόξου Ελλάδος, άρχισαν τον πένθιμο σκοπό τους, «τον έπαινον αυτού εξαγγέλουσαι και τον θρήνον δια την κατ’ άνθρωπον μεγάλην απώλειαν, διαγγέλουσαι».
Τον έκλαψαν μικροί και μεγάλοι. Όσοι τον εθαύμασαν, όσοι τον πίστεψαν, όσοι τον αγάπησαν, όσοι εμπνεύστηκαν απ’αυτόν, αλλά και όσοι διεφώνησαν μαζί του η ακόμα και όσοι τον πολέμησαν γιατί δεν άντεξαν την πεπαρρησιασμένη φωνή του.
Όλοι όμως, ανεγνώρισαν το μεγαλείο της ψυχής του, το γνήσιο του αγώνα του, το άδολό της καρδίας του και το ανιοδιοτελές των προθέσεών του. Όντως, η επί γης Εκκλησία του Χριστού έγινε πτωχότερη με την έξοδο εκ του βίου τούτου, του πολυκλαύστου Πρωθιεράρχου.
Ελέχθη εύστοχα, ότι σπανίως βλέπουν το φως του ηλίου τέτοιες χαρισματικές προσωπικότητες. Και πράγματι, ο μακαριστός, ήτο προικισμένος με ποικίλα τάλαντα και χαρίσματα, τα οποία εκαλλιέργησε και προσέφερε προς δόξαν Θεού και εύκλειαν της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και δια τους αγώνας υπέρ της φιλτάτης ημών Πατρίδος.
Το να μιλάη όμως κάποιος για ένα πρόσωπο χωρίς να το έχη ζήσει εκ του σύνεγγυς, η αναφορά θα είναι οπωσδήποτε ελλιπής, αφού η προσωπική σχέση δημιουργεί την αίσθηση της ασφαλείας, ως προς την γνώση του προσώπου και γιατί όχι ως προς την δίκαιη κρίση (πάντοτε βεβαίως κατά τα ανθρώπινα μέτρα) έναντι αυτού.
Και αν οι περισσότεροι εξ υμών, αγαπήσατε τον Χριστόδουλο, γιατί ακούσατε τον πύρινο λόγο του, η συγκινηθήκατε από την φλογερή του στάση έναντι της αληθούς ημών πίστεως και των αξιών της φυλής μας και του γένους μας, αν τον εκλαύσατε γιατί σας έλειψε η πηγαία αγάπη και ο αυθορμητισμός του, αν τον αναζητήτε γιατί σας λείπει το γνήσιο χαμόγελό του έναντι παντός ανθρώπου και κυρίως έναντί της νεολαίας, η οποία στην κυριολεξία κρεμάστηκε από τα χείλη του και τον πίστευσε γιατί μίλησε στα παιδιά με γλυκύτητα και περίσσεια αγάπης, ο ομιλών, τον έζησε εκ του σύνεγγυς και ευτύχησε να είναι εκ των στενωτέρων συνεργατών αυτού και μάλιστα σε πολύ δύσκολους καιρούς για την Εκκλησία και την κοινωνία μας και ιδιαίτερα σε δύσκολες ώρες γι’ αυτόν τον ίδιο.
Η συναναστροφή μαζί του ήτο πνευματική απόλαυση, η συζήτηση μετ’αυτού αγαλλίαμα καρδίας, η σενεργασία πηγή εμπνεύσεως και χαράς. Το γέλιο του παράδεισος, το δάκρυ του βάλσαμο παρηγοριάς, η αγωνία του αφορμή να κάνης γόνιμες σκέψεις και να προβληματιζεσαι για τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία και την κοινωνία μας. Η εργασία του ημέρα και νύκτα, ήλεγχε τους συνεργάτας του, όταν εκούσια η ακούσια άφηναν ανεκμετάλλευτο τον χρόνο τους.
Θα προσπαθήσω σήμερα, ως απόδοση τιμής στο πρόσωπο του μεταστάντος Αρχιεπισκόπου και ως αντιπελάργωση πνευματική, να σκιαγραφήσω τον άνδρα όχι όπως μου τον περιέγραψαν, όχι όπως ήκουσα δι’ αυτόν από πηγάς ποικίλας, όχι όπως εδιάβασα περί της πληθωρικής προσωπικότητός του, αλλά όπως τον έζησα ως συνεργάτης του κατά την διακονία μου, πλησίον του, ως Γραμματεύς και Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, διακονία για την οποία εκείνος με επέλεξε και στην οποία τιμητικά με τοποθέτησε. Θα κινηθώ σε τρία επίπεδα περιγράφοντας τον αοίδιμο Πρωθιεράρχη.
• Ο Χριστόδουλος ως άνθρωπος.
• Ο Χριστόδουλος ως Κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
• Ο Χριστόδουλος ως Έλληνας Κληρικός.
1. «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, αν άνθρωπος η...»
Αν για πολλούς θνητούς εύρε την αλήθειά του ο λόγος αυτός, θεωρώ ότι στο πρόσωπο του Χριστοδούλου, εύρε το πλήρωμά του. Το θαλερό του πρόσωπο, η χαρούμενη και φεγγοβόλος όψη του, ο από τα βάθη της ψυχής του χαιρετισμός προς πάντα άθρωπο, μικρό η μεγάλο, η χαρά την οποία αισθανόταν όταν συναντούσε κάποιον κληρικό η λαϊκό, αυτό το εγκάρδιο «καλημέρα», που σπάνια το αισθάνεσαι σήμερα, αυτή η λάμψη των οφθαλμών του που ήταν απαύγασμα της αγαπώσης καρδίας του, έδινε την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μιαν άλλη διάσταση της ζωής, η οποία νοηματιζόταν από αυτή την προσωπική χαριτωμένη και ουσιαστική σχέση αγάπης, άνευ της οποίας ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, πιστεύω απολύτως, ότι θα ήτο αδύνατο να ζήση.
Αυτός ο κοινωνικός, κατά Χριστόν και κατ’ άνθρωπον, αυθορμητισμός, του έδιδε την δυνατότητα να γίνεται για τα παιδιά παιδί, για τους εφήβους έφηβος, για τους νέους νέος και για τους γέροντας, ο ηδύς συνομιλητής των. Το ρήμα του Αγίου Αποστόλου Παύλου «γέγονα τοις πάσι τα πάντα...», ήτο η πυξίδα για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
Ήταν αληθινός και ανεπιτήδευτος. Ποτέ δεν έκρυψε τα αισθήματά του, γιατί ποτέ δεν υπήρξε υποκριτής. Έχαιρε μετά χαιρόντων και έκλαιε μετά κλαιόντων. Διερωτώμην πολλές φορές, πως είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μεταφέρη εντός αυτού, το κάθε τι και να το βιώνη ως ιδική του προσωπική υπόθεση. Προσελάμβανε τον άλλον όπως ήταν και αμέσως ξεχείλιζαν από το στόμα του, από τα μάτια του, από το πρόσωπό του τα αισθήματα της καρδίας του.
Άλλοτε έχαιρε και άλλοτε εδάκρυε. Μα πως, όλα αυτά, τα κάνει κάποιος δικά του αισθήματα, πόνο, χαρά.... αγωνία και τέλος αγώνα για τον άλλον, τον συνάνθρωπό του; Πως τα κάνει, αν θέλετε προσευχή....;
Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Είναι απλή. Αλλά θέλει λεβεντιά και δύναμη για να τολμήσης να την εκστομίσης. «Μόνο η αγάπη κάνει τέτοια πράγματα...» Βέβαια, όποιος αγαπάει με την θυσιαστική διάσταση του όρου, υποφέρει, πονάει, πορεύεται μόνος, αλλά ξεχωρίζει γιατί είναι όρθιος, ενώ οι άλλοι βαδίζουν γονατιστοί κοιτάζοντας το χώμα, η για να είπω ακριβέστερα, έρπουν. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είχε ξεπεράσει τα πεζά και είχε ανέλθει σε ουράνιες σφαίρες, ζούσε σε αλλους κόσμους.
2. Ο Χριστόδουλος ως Κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας:
Αν ο ζήλος για μία εργασία, για ένα λειτούργημα είναι η βάση της επιτυχίας και χαρακτηρίζει τα πρόσωπα που έχουν την ενασχόλησή τους με κάποιο έργο, θεωρώ ότι η ψυχή του μακαριστού Χριστοδούλου, κατεφλέγετο από αυτή την άκρατη εσωτερική έκφραση προς τον Θεό και την ουσιαστική αφιέρωση προς την μητέρα μας Αγία Εκκλησία. Τίποτε, απ’ ότι εφαίνετο, από κάθε πτυχή της ζωής του δεν τον συνεπήρε περισσότερο από την φλόγα για τον Χριστό και την Εκκλησία.
Ως πολυτάλαντος και χαρισματικός ανήρ και ως πολυδιάστατος και πολυσχιδής προσωπικότης, θα ηδύνατο ευκολώτατα να αναπτύξη τις δραστηριότητες του εις άλλους τομείς και μάλιστα μετά θαυμαστής επιτυχίας. Όμως, επέλεξε τον δύσκολο, τον ανάντη, τον μονήρη δρόμο της ισαγγέλου πολιτείας και της ιερατικής ζωής.
Όταν λειτουργούσε, είχεν αποκοπεί από τα πάντα και ζούσε κυριολεκτικά το, «πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Εργασιομανής με όλην την σημασίαν της λέξεως, ηκούετο πολλάκις να λέγη, τόσον κατά τας εισηγήσεις του, που αποτελούν πλέον μνημεία λόγου, όσον και κατά τας κατ’ ιδίαν συζητήσεις του, ότι πρέπει να παύσωμε να περνούμε, ως Κληρικοί, τις ώρες μας «στο αργόν ρήμα» και να παύσωμε να κινούμεθα με «αργόν βήμα». Ο Χριστόδουλος ως Αρχιεπίσκοπος, ήταν ξεχωριστός. Έλεγε σε εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας.
«Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι ο πρώτος υπεύθυνος, ο πρώτος αχθοφόρος της Εκκλησίας, η πρώτη συνισταμένη των δυνάμεων της Ιεραρχίας, ο πρώτος συνδετικός κρίκος όλων, ο πρώτος υπόλογος για την πορεία του σκάφους της Εκκλησίας, ο πρώτος σταυροφόρος, ο πρώτος επικρινόμενος. Πρώτος πρωτοστατεί στη φανέρωση του δυναμικού Μυστηρίου της Εκκλησίας και στην αδιάλειπτη διακονία του λόγου της Αληθείας...».
Από τους λόγους του αυτούς κατανοούμε πλήρως τον αγώνα που είχε επωμισθεί ο μακαριστός, αλλά και την αγωνία για την επιτυχή έκβαση αυτού του αγώνος. Πορεύτηκε με σεβασμό στο συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, δίδοντας την δυνατότητα στους Συνοδικούς Συνέδρους, τόσο κατά τας συνεδρίας της Δ.Ι.Σ. όσο και κατ’αυτάς της Ι.Σ.Ι. , να εκφράζωνται ελεύθερα, παρ’ ότι πολλές φορές εγένετο κατάχρηση του χρόνου η και άλλων κανόνων της λειτουργίας της Ιεράς Συνόδου. Ακόμα και όταν ο Αρχιγραμματεύς, εν προκειμένω ο ομιλών, υπεδείκνυε ευλαβώς, ότι παρήλθεν η ώρα.
Ο λόγος του ήταν αφυπνιστικός, δυναμικός, πνευματικός, ελεγκτικός, τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν και δια τούτο πολλάκις ενοχλούσε. Τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα. Οι βολεμένοι στις θέσεις τους ανησύχησαν. Όσοι είχαν «αποκοιμίσει» η παραπλανήσει τον Λαό συσπειρώθηκαν έναντίον του. Η Εκκλησία είχε λόγο, δύναμη, ισχύ, αλλά αυτό δεν συνέφερε κάποιους. Βεβαίως πάντοτε, η Εκκλησία, είχε και δύναμη και φωνή, όμως ο Χριστόδουλος, έδωσε ώθηση στη φωνή της Εκκλησίας.
Έκανε και εκείνους που δεν είχαν διάθεση εκούσια η ακούσια να ακούσουν, να προσέξουν μετ’ ενδιαφέροντος αυτή τη φωνή, που ήταν η άλλη φωνή μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Φωνή συγχρόνως γεμάτη παλμό, σφρίγος, ενθουσιασμό. Φωνή για το ποιός είναι ο Θεός, ο άνθρωπος, η Εκκλησία, ποιός ο ρόλος της Εκκλησίας, όχι ως νεκροθάφτου, αλλά ως πηγής ζωής και χαράς για τον νυν αιώνα και ελπίδος και πίστεως για το επέκεινα, για την ανάσταση, για την αιωνιότητα.
Αυτό ετάραξε πολλούς που ενώ εγνώριζαν τη δύναμη της Εκκλησίας, είχαν συμφέρον να θέλουν μια Εκκλησία σιωπώσα και άνευρη. Συνάχθηκαν επί Χριστοδούλου οι πιστοί μέσα στην Εκκλησία, μικροί και μεγάλοι. Τους συσπείρωσε η φωνή και η καρδιά του πνευματικού τους Ηγέτου.
Αυτό θορύβησε και ανησύχησε όλους όσοι, με δήθεν, ενδιαφέρον φώναζαν και φωνάζουν για μια ζώσα, για μία δυναμική Εκκλησία και οι οποίοι ήταν και είναι έτοιμοι κάθε φορά να είπουν : «Τι κάνει η Εκκλησία; Που είναι η Εκκλησία;» Μα όταν η Εκκλησία βγήκε στο προσκήνιο, φοβήθηκαν, και θέλησαν να πνίξουν αυτή τη φωνή. Άρχισε η παραποίηση της αλήθειας, η αμφισβήτηση, οι βολές εναντίον του πρώτου και αυτής ταύτης της Εκκλησίας.
Το μεγαλείο της Εκκλησίας, έλεγε ο Χριστόδουλος, έγκειται στην Ελευθερία. Στο να μπορή ο άνθρωπος να εκφράζη ελεύθερα και υπεύθυνα τις απόψεις του, να έχη λόγο για τη σωτηρία του ανθρώπου και για τα κοινωνικά θέματα, τα οποία απασχολούν την επικαιρότητα.
3. Ο Χριστόδουλος ως Έλλην Κληρικός.
Το σημείο όμως που η Ιστορία θα γονατίση ευλαβικά μπροστά στο Χριστόδουλο, είναι η αγάπη του για την Ελλάδα, την ένδοξη και αιματοβαμμένη πατρίδα μας, την οποία περιπαθώς αγάπησε και για την οποία ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αναλάβη οιονδήποτε αγώνα και να δώση και αυτό, ακόμα, το αίμα του.
Πανεθνική και αΐδιος θα είναι η ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό του, για ο,τι έκανε για την πολυαγαπημένη χώρα μας, για την κραυγή αγωνίας του, για τα δίκαια της φυλής μας, για τις αξίες του γένους μας, για την ιστορία του Έθνους μας, για τη γλώσσα μας, για το δημογραφικό, την παράδοση του τόπου μας και την διατήρηση αυτής της φύτρας, ατόφιας μέσα στην απειλή της παγκοσμιοποίησης την οποία ευφυώς παρομοίαζε, στις συγκλονιστικές ομιλίες του, με την μηχανή που αλέθει και πολτοποιεί τα πάντα, και η οποία σκοπόν έχει να χαθούν τα ίχνη και οι ρίζες αυτού του χιλιοβασανισμένου και χιλιοαγωνισμένου για την λευτεριά του Λαού μας.
Έλεγε: «Τα μηνύματα των καιρών ζητούν από την Εκκλησία να στηρίξη και σήμερα το Γένος, όπως το έπραξε επί αιώνες. Η χώρα μας τα προσεχή έτη θα γνωρίση θεαματικές αλλαγές. Οι πόλεις και τα χωριά, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, το νόμισμα και η ανάπτυξη, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές θα αλλάξουν ριζικά. Τα αυτονόητα υποχωρούν, δεν ισχύουν πια. Όμως το Έθνος πρέπει να ζήση.
Μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, το πρόβλημα της ιστορικής διάρκειας του Ελληνισμού προβάλλει απειλητικό και αγωνιώδες. Στην ιστορική του διαδρομή το Έθνος μας, από νωρίς συνταυτίστηκε με την Ορθοδοξία και έμεινε μέχρι σήμερα μ’αυτήν στενά συνυφασμένο. Η έννοια του Γένους αναδύθηκε μέσα από την υπόδουλη πατρίδα, την κοινή Ορθόδοξη πίστη και την κοινή Ελληνική μας γλώσσα...»
Αυτή η φωνή, ως βροντή υδάτων πολλών, ξεσήκωσε τα πλήθη. Τούτο κάποιοι δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Εκείνοι που ήθελαν και θέλουν άνευρη και σιωπηλή την Εκκλησία, χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς μετοχή και λόγο στα κοινωνικά δρώμενα, τον πολέμησαν. Τους ήταν δύσχρηστος. «Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον», είπαν, «ότι δύσχρηστος εστίν ημίν και εναντιούται τοις έργοις ημών...»
• Τον επίκραναν, αλλ’ όμως δεν εκάμφθη. Τον στενοχώρησαν, αλλ’όμως δεν ελύγισε. Τον έκαμαν να δακρύση, αλλ’όμως δεν απεγοητεύθη. Τον είπαν εθνικιστή, μα κείνος γι’αυτό τον τόπο που τόσο αγάπησε, φώναξε με ρίγος ψυχής, αγωνίστηκε και πόνεσε πολύ, χωρίς όμως να πάψη να αγαπάη όλο τον κόσμο. Ήλθεν όμως η στιγμή που άρχισε να γράφεται ο επίλογος της πολυτάραχης ζωής και δράσεως του αγωνιστή, του ήρωα, του Ορθοδόξου, του Έλληνα παπά.
Του θρησκευτικού Ηγέτη που μαγνήτισε και έθελξε με την πολυδιάστατη και χαρισματική προσωπικότητά του, του ανθρώπου που ενέπνευσε και ξεσήκωσε τα πλήθη για τον Χριστό και την Ελλάδα. Ήλθε η ώρα, «να λυθή η του βίου του πανήγυρις», μέσα από την δοκιμασία της ασθένειας που τον έκανε να λάμψη σαν το χρυσάφι, που δοκιμάστηκε μέσα στο χωνευτήρι.
Η υπομονή του και αγάπη του, η δίψα για την όντως ζωή, το μεγαλείο της ψυχής του, η επιθυμία να αγωνιστή για ὅ,τι αγάπησε μέχρι την τελευταία του πνοή, τον κατέστησαν μοναδικό και επεκύρωσαν θριαμβευτικά τους αγώνες της ωραίας και φωτοφόρου, της αγωνιστικής του πορείας.
Ήταν λίγες ημέρες προ του τέλους. Μία από τις πολλές φορές που θα πήγαινα να τον επισκεφθώ για να εκφράσω το σεβασμό και την αγάπη μου. Ήταν η τελευταία φορά. Το γνώριζα... Φαινόταν... στα μάτια του, στο γύρω χώρο, στη γη... στον ουρανό...
Η γη βουρκωμένη περίμενε το τέλος, σ’αυτό το μάταιο κόσμο, της ζωής ενός παιδιού της που βημάτισε περήφανα και ξάστερα και με ψηλά το κεφάλι. Αυτό ίσως την πλήγωνε την γη, περισσότερο γιατί έχανε τον βασιλικό και τον σταυραετό της. Πόσοι, ποιοί, ποιός άραγε θα ξαναγεννηθή σαν τούτο της το γυιό και το βλαστάρι; Όμως ο ουρανός φαινότανε χαρούμενος.
Περίμενε, το αστέρι να φτάση εκεί υψηλά μαζί με τ’ άλλα όχι τα αισθητά, αλλά τα πνευματικά, να προστεθή στα άλλα πλουτίζοντας το νοητό στερέωμα. Μετά από λίγες ημέρες ξημερώματα της 28ης Ιανουαρίου, πριν ακριβώς από τρία χρόνια, η εύλαλος γλώσσα εσίγησε και τα σπινθηροβόλα μάτια έκλεισαν για πάντα. Στο φέρετρό του, για να θυμηθώ του ποιητού τα λόγια, «ακούμπησε η Ελλάδα».
Τον θρήνησε ο Λαός μας, τον έκλαψε η Ρωμηοσύνη, τον κήδεψε θρηνητικά το Γένος. Στον τάφο του θ’ανάβουμε χρυσά λιβανιστήρια με το θυμίαμα της ευγνωμοσύνης μας για ο,τι προσέφερε σ’αυτό τον τόπο.
Βάλσαμο παρηγοριάς, η θύμησή του, άνθος ευωδιαστό πάνω στον τάφο του μοσχοβολάει η αγάπη του για ο,τι έκλεισε στην καρδιά του, αυτός ο λεβεντόψυχος Έλληνας παπάς και η προσευχή του ποιητικά σαν ανάσα γλυκειά μέσα από το σεπτό Σκήνωμά του το κλεισμένο για πάντα στην αγκαλιά της δοξασμένης Ελληνικής γης ανεβαίνει προς τον ουράνιο Πατέρα.
Του άρεσε να λέγη αυτούς τους στίχους και όταν ζούσε:
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική. Μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη Χώρα μου...» Αιωνία του η μνήμη!
Πηγή : www.romfea.gr
Με συγκίνησε ιδιαίτερα το ποστ! Πέρασα απλά να αφήσω ένα γειά σε φίλους που πεθύμησα τόσο καιρό στα ξένα....
ΑπάντησηΔιαγραφή