Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
Βροντούν της Πίνδου οι κορφές
κι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ' άστρα φτάνουν οι φωτιές.
* * *
Και των Ελλήνων τα παιδιά
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.
* * *
Μα με χαλύβδινη καρδιά
και το χαμόγελο στο στόμα
κρατούνε τ' άγιο τούτο χώμα
μια φούχτ' αμούστακα παιδιά.
…
Κι αστράφτει η λόγχη κι αντηχεί
μια τρομερή ιαχή "αέρα"
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.
* * *
Αρκαδία, Ζάλογγοι, Ψαρρά
κι΄ Ομηρικών μαχών εικόνες,
φεύγουν, σκορπούν οι λεγεώνες...
Δάκρυα μας φέρνει η χαρά.
* * *
Και Θερμοπύλες ζουν Εκεί
και δόξες των Βουλγαροκτόνων
και ξαναλάμπει φως αιώνων
από μια σπίθα Ελληνική.
* * *
Λευκών αγγέλων στρατιές
κι΄ Παναγιά ήταν κοντά μας
και φύλαγε τα βήματα μας
απ' όλες τις κακοτοπιές
…
Τιμή σ' αυτούς που βροντερά
είπανε το "ΟΧΙ" κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που "αέρα"
με στήθη φώναζαν γερά.
…
Μεσ' του πολέμου τη βοή,
μέσ' τους καπνούς, στην άγρια λαύρα
της λευτεριάς χαϊδεύει η αύρα
την κάθε πούσβηνε πνοή.
* * *
Απ' των Ελλήνων τα ιερά
και τ' άγια κόκκαλα βγαλμένη
σ' όλη τη Γη, στην οικουμένη
χαίρε, ω χαίρε λευτεριά.
Στέφανος Μπολέτσης
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
* * *
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.
Νικηφόρος Βρεττάκος
ΟΧΙ!
Μια νύχτα Οκτώβρη, μ' όνειρα γεμάτη κι ομορφάδα,
μια τέτοια νύχτα, που οι ψυχές μόνο χαρά ποθούν,
τρανός εχθρός εγύρεψε απ' τη μικρή Ελλάδα
η λευτεριά της κι η τιμή να του παραδοθούν...
* * *
Η δόλια Μάνα αρνήθηκε. Έσφιξε την καρδιά της,
ορθώθηκε περήφανη, γιγάντια, τρομερή,
μας μάζεψε τριγύρω της τα λιγοστά παιδιά της
και είπε: «Ζήστε λεύτεροι ή πέσετε νεκροί!».
* * *
Τα βόλια πέφτουνε βροχή, βροντάει το κανόνι,
μουγκρίζουνε οι μηχανές σε γη και σ' ουρανό,
φωτιά και σίδερο καυτό τις θέσεις μας οργώνει
και σε ποτάμια χύνεται το αίμα μας τ' αγνό.
* * *
Μα δε λυγάμε! Στέκουμε κι ανδρεία πολεμάμε!
Σμπαράλια τ' ατσαλένια τανκς καρφώνομε στη γη
και οι αμέτρητοι εχθροί, που οι λίγοι εμείς νικάμε,
ζητούν τη σωτηρία τους να βρούνε στη φυγή!...
* * *
Δεν είπαμε: «Μόλων λαβε», ετούτη τη φορά.
Μόνο μια λέξη είπαμε, μονάχα «Όχι!»
κι εμπρός στους φοβερούς στρατούς της γης και τα φτερά,
βάλαμε μόνο την ψυχή μας και τη λόγχη!
Κώστας Γκικόπουλος
Πηγή : www.zoiforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου